(art by quint buchholz)
Θυμάμαι μια παροιμία που είχα διαβάσει στην παιδική μου εγκυκλοπαίδεια της Αντιγόνης Μεταξά: η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει, και πάσχιζα να καταλάβω τι σημαίνει. Δεν άργησα. Μεγαλώνοντας είχα πολλές ευκαιρίες να ανακαλύψω την αλήθεια της ρήσης. Η εδώ εκδοχή είναι sticks and stones may break my bones and words can hurt too. Το γλωσσικό ξυλοκόπημα, ο μεταφορικός λιθοβολισμός, , ακόμα κι αν λέμε και πιστεύουμε ότι δεν μας ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων, μας επηρεάζει υποσυνείδητα. Διάβασα πρόσφατα για ένα πείραμα που έκανε ο ψυχολόγος John Bargh, όπου ομάδες ατόμων έπρεπε να βάλουν κάποιες λέξεις στη σειρά για να φτιάξουν προτάσεις όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ή τουλάχιστον αυτό πίστευαν ότι ήταν ο σκοπός του πειράματος. Στην πραγματικότητα, κάθε γκρουπ λέξεων εμπεριείχε μια λέξη που έχει να κάνει με διαφορετικές καταστάσεις, πχ επιθετικότητα, υπομονή (διαφορετικές για κάθε γκρουπ) κλπ. κι αυτό που καταγράφοταν ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι συμμετέχοντες ήταν πριν το πείραμα και πώς ήταν μετά. Παρατηρήθηκε ότι τα διαφορετικά γκρουπ συμπεριφέρθηκαν διαφορετικά, πριν και μετά, ανάλογα με το τι είχαν διαβάσει. Ίσως να μη χρειάζεστε καν τα αποτελέσματα ψυχολογικών πειραμάτων για να γνωρίζετε τι αποτέλεσμα έχουν τα λόγια κάποιου, έστω κι άγνωστου πάνω σας. Βέβαια, αυτό δεν πρόκειται ν'αλλάξει ποτέ, έτσι; Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τι κάνουν και τι λένε οι άλλοι. Άρα άδικα θα χολοσκάσουμε αν προσπαθήσουμε να τους ελέγξουμε, ή να τους ζητήσουμε τον λόγο. Σημασία έχει τι κάνουμε εμείς, τόσο σαν πομποί όσο και σαν δέκτες. H αγγλίδα μυθιστοριογράφος George Eliot, είπε, και πολύ μ'αρέσει: "What do we live for, if not to make life less difficult for each other?" Όταν ανοίγω το στόμα μου, να προσέχω τι θα πω, δεν ξέρω τι ζημιά, έστω κι ακούσια, μπορεί να προκαλέσει ο λόγος μου, δεν ξέρω ποιος ακούει, ειδικά αν κρίνω και κατακρίνω κι επικρίνω και σχολιάζω, ακόμα κι αν πιστεύω ότι το κάνω κεκαλυμμένα ή πίσω από την πλάτη του "στόχου" μου, δεν ξέρω σίγουρα ότι δεν με ακούει ή ότι δεν θα ακούσει κάποια στιγμή, δεν ξέρω τι κακό κάνω ακόμα και στον επιλεγμένο μου ακροατή, πώς του βαραίνω τη ψυχή, πώς τον κάνω συνένοχο. Ακόμα κι αν είμαι σίγουρη ότι τα σχόλιά μου έχουν βάση, αφήνω τόσα απέξω, τόσα είναι αυτά που δεν ξέρω για το άτομο για το οποίο μιλάω, οι συνθήκες, τα κίνητρα, το πώς το γιατί, τα δικαιολογητικά που μπορεί να έχει, τόσα μα τόσα. Αν δεν έχω κάτι καλό να πω, καλύτερα να σωπάσω.
Σαν δέκτης τώρα, τι μπορώ να κάνω; Ένας άλλος συγγραφέας, ο Les Brown, είπε: "Other people's opinion of you does not have to become your reality." Καταλαβαίνω ότι η ισορροπία μπορεί να είναι λεπτή ανάμεσα στην χοντρόπετση, αλλαζονική, εγωκεντρική αδιαφορία για τα λόγια των άλλων, και την ήρεμη αποδοχή ότι μπορεί κάποιος, για τον οποιονδήποτε δικό του λόγο, να εκφράσει, πολλές φορές άγαρμπα, άδικα, άσχημα, τη γνώμη του για μένα, ακόμα κι αν δε του το ζήτησα, και να μη το αφήσω αυτό να με αναλώσει, να εισβάλλει στο είναι μου και να αποικήσει εκεί και να σκάβει πληγή μέρα νύχτα. Και πολλές φορές, όπως με όλα τα δύσκολα, μπορούμε να μάθουμε και κάτι. Η Γερόντισσα Γαβριηλία ονόμασε την κυρία που της φέρθηκε με αγένεια σαν την καλύτερη δασκάλα ζωής. Ίσως να απέχουμε πολύ ακόμα από μια τέτοια αντιμετώπιση και στάση ζωής, αλλά μολαταύτα ξέρουμε πόσο πονάει το not letting go και πόσο καλύτερα, πόσο ασύγκριτα καλύτερα, νιώθουμε όταν το αφήνουμε να περάσει, σαν τη βροχή που θα μας μουσκέψει αλλά μετά θα στεγνώσουμε πάλι, σαν τη φωτιά που θα μας κάψει αλλά μετά θα γιάνει η πληγή, φτάνει να μη τη σκαλίζουμε, φτάνει να την αφήσουμε να επουλωθεί, γιατί την έχουμε αυτή την ικανότητα. Κι αν μείνει ουλή, ας μας θυμίζει, όχι το κακό που μας έκαναν, αλλά τη δύναμη που είχαμε για να το ξεπεράσουμε.