Ξεκίνημα με Νίκο Καββαδία, δεν έχω μέχρι τώρα διαβάσει κάτι που έχει γράψει που να μην μου άρεσε..
Αντινομία - N. Καββαδίας
Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές.
Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη του βυθού - χίλιες οργιές -
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.
Και σ' έριξα σ' ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε και ξανεμίστηκε το αλάτι.
Μα εσύ προσμένεις απ' το δίκαιον ουρανό
το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.
Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
θα μείνει ο ναύτης να μετρά το άσπρο χαλίκι.
ο Ιρλανδός που με κάνει και κλαίω.. Για όλους όσους βρέθηκαν να πολεμάνε άθελά τους έναν πόλεμο που δεν είναι δικός τους..
An Irish Airman Foresees His Death - W.B. Yeats
I know that I shall meet my fate
Somewhere among the clouds above;
Those that I fight I do not hate,
Those that I guard I do not love;
My country is Kiltartan Cross,
My countrymen Kiltartan's poor,
No likely end could bring them loss
Or leave them happier than before.
Nor law, nor duty bade me fight,
Nor public men, nor cheering crowds,
A lonely impulse of delight
Drove to this tumult in the clouds;
I balanced all, brought all to mind,
The years to come seemed waste of breath,
A waste of breath the years behind
In balance with this life, this death.
Απ'τα πρώτα ποιήματα που διάβασα, μικρό παιδάκι ακόμα και το αποστήθισα χωρίς να το καταλάβω πώς. τόσο με συγλόνισε. Το διαλέγω εδώ, αντί για τα χλωμά κοριτσάκια , λόγω των παιδικών αναμνήσεων..
Τα καημένα τα πουλάκια - Ν. Λαπαθιώτης
Κρύο βαρύ, χειμώνας όξω,
τρέμουν οι φωτιές στα τζάκια,
τώρα ποιός τα συλλογιέται
τα καημένα τα πουλάκια!
Τα πουλάκια είναι στα δένδρα,
τα πουλάκια είναι στα δάση,
τα πουλάκια θα τα πάρει
ο βοριάς που θα περάσει,
η βροχή και το χαλάζι
κι ο βοριάς που θα περάσει,
και το χιόνι που το παίρνουν
στις αυλές με το φαράσι...
Κι αν η νύχτα είναι μεγάλη,
κι έρχεται γιομάτη τρόμους,
κι αν ο θάνατος απόψε,
φέρνει γύρα μες τους δρόμους,
κι αν η παγωνιά θερίζει
κι είναι δίχως ρουχαλάκια,
δε βαριέσαι, ποιος θυμάται
τα καημένα τα πουλάκια...
Τα πουλάκια είναι στα δένδρα,
τα πουλάκια είναι στα δάση,
τα πουλάκια θα τα πάρει
ο βοριάς που θα περάσει.
Στα παιδάκια είναι τα χάδια,
στα παιδάκια τα φιλάκια,
τώρα ποιος τα συλλογιέται
τα καημένα τα πουλάκια!
Κι όταν γίνει, πάλι, βράδυ
κι όλοι πάνε να πλαγιάσουν,
να χωθούν μες τα κρεβάτια,
μη τυχόν και ξεπαγιάσουν,
τα πουλάκια τα καημένα,
τα πουλάκια, τώρα, πέρα
θα χαθούν χωρίς ελπίδα
να φανούν την άλλη μέρα...
Ίσως να μην έχει γραφτεί δυνατότερο, πιο σπαραξικάρδιο ποίημα που να περιγράφει καλύτερα τον πόνο του χαμού του αγάπημένου πρόσώπου..Ίσως μόνο το Άφκιαστο κι αστόλιστο , του Κ. Παλαμά, για το νεκρό παιδί του..
Stop all the clocks - W. H. Auden
Stop all the clocks, cut off the telephone,
Prevent the dog from barking with a juicy bone,
Silence the pianos and with muffled drum
Bring out the coffin, let the mourners come.
Let aeroplanes circle moaning overhead
Scribbling on the sky the message He Is Dead,
Put crepe bows round the white necks of the public doves,
Let the traffic policemen wear black cotton gloves.
He was my North, my South, my East and West,
My working week and my Sunday rest,
My noon, my midnight, my talk, my song;
I thought that love would last for ever: I was wrong.
The stars are not wanted now: put out every one;
Pack up the moon and dismantle the sun;
Pour away the ocean and sweep up the wood.
For nothing now can ever come to any good.
Και μετά τον θάνατο, ο έρωτας..
"Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα απελπισμένο τραγούδι" - Πάμπλο Νερούντα
(14)
Όλο παίζεις, εσύ, κάθε μέρα, εσύ,
με το φως του σύμπαντος κόσμου.
Επισκέπτρια συλφίδα των νερών και των κήπων.
Δεν είσαι δε μόνο εκείνη η χρυσή κεφαλή
όπου σαν ανθοδέσμη σφιχτά την κρατάω εγώ
μες στα δυο μου τα χέρια.
Κανενός αλλουνού δεν μοιάζεις εσύ
από τότε που εγώ σε αγάπησα.
Άσε να σε ξαπλώσω σ' ένα στρώμα
από μάηδες κίτρινους κι αγαπανθούς.
Ποιος είν' εκείνος εκεί που γράφει τ' όνομά σου
με ψηφία καπνού στ' αστέρια του Νότου;
Εγώ είμ' εκείνος εκεί που γράφει τ' όνομά σου
με ψηφία καπνού στ' αστέρια το Νότου!
Άσε με. . . άσε με να σε αναπολήσω όπως ήσουν
προτού ν' ανασπασθείς και βγεις στην ύπαρξη.
Κι ευθύς, δες, αλαλάζει ο άνεμος
και δέρνει τα κλειστά μου παράθυρα.
Ο ουρανός είναι μι' απόχη φίσκα ως απάνου
με ψάρια μαύρα, ανήλιαγα.
Κι εδώ, εδωνά, κοπάζουν όλοι οι άνεμοι, όλοι τους εδωνά.
Και τότε η βροχή εγυμνώθη.
Πουλιά πετάνε πετούμενα.
Οι άνεμοι. Οι άνεμοι.
Μόνος μου εγώ και αναμετριέμαι με των άλλων τη δύναμη.
Ο ανεμοστρόβιλος σέρνει μαζί του
και μουρλαίνει τα μπακιρένια φύλλα
και ξελύνει τ' άραγμένα στ' ουρανού το μώλο.
Εσύ είσαι εδώ. Εσύ δε φεύγεις, δεν πετάς.
Κι εσύ ως το τέλος θα είσαι και θα μου απαντάς
στους βόγγους και τα μουγκρητά μου.
Επάνω μου να 'ρθεις να κουλουριαστείς
σα να σ' έχουνε σκιάξει.
Κάπου κάπου αδέσποτοι ξεπόρτιζαν απ' τα μάτια σου ήσκιοι,
ξένοι, παράδοξοι.
Και τώρα, τωραδά, εδώ,
μανούσια μου φέρνεις και δυοσμαρίνια, μωρό μου,
γι' αυτό κι έτσι ευωδιάζουν τα στήθη σου.
Την ώρα όπου ο άνεμος μελαγχολικός καλπάζει
σφαγιάζοντας πεταλούδες
εγώ σ' αγαπάω,
κι η έξαρση μου δαγκώνει βαθιά
τα δαμάσκηνα του στόματός σου.
Πόσο έχεις στ' αλήθεια πονέσει,
ώσπου να 'βρεις τα χούγια μου,
ώσπου να βρεις την ψυχή μου τη μονάτη κι ανήμερη
και τ' όνομά μου που όλους τους κάνει και τρέμουν . . .
Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε το φως του αυγερινού
να μας φιλάει τα μάτια
και πάνω απ' τα κεφάλια μας το χάραμα κυκλοδίωκτο
ν' ανοίγει ωσάν ριπίδιο.
Τα λόγια μου σε μούσκεψαν θωπεύοντάς σε.
Καιρός πάει πολύς που αγάπησα
το ηλιόλουστο σώμα σου, το μαργαριταρένιο.
Και πιστεύω έτσι πως εγώ είμαι ο κύριος
του σύμπαντος όλου.
Θα σου φέρω απ' τα βουνά λουλούδια εξαίσια,
κλέλιες, ζουμπούλια
και βελανίδια γεράνια, κι ένα κοφίνι φιλιά.
αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.
Για μένα, ο καλύτερος Έλληνας στιχουργός, και τι δεν έχει γράψει.. κάτι ξέρει ο μεγάλος Ξυδάκης..
Το φίδι του σπιτιού - Θ. Γκόνης
Στο σπίτι του φονιά φως δεν ανάβει
Ούτε κι η φλόγα καίει το κερί
Μαύρο χορτάρι τα σκαλιά σκεπάζει
Κι η πόρτα μένει πάντοτε κλειστή
Μόνο το φίδι του σπιτιού τα μεσημέρια
Στα κεραμίδια βγαίνει σαν πουλί
Και με φωνή ανθρώπου αρχινάει
Για τον φονιά να λέει προσευχή
Χριστέ μου εσύ το άδικο το είδες
Στη μέση κόψαν το Χερουβικό
Ήταν γραμμένο με το χέρι το δικό σου
Την προσβολή να σβήσει φονικό
Ένα ποίημα-τραγούδι-προσευχή..
Το τρένο - Γ. Αγγελάκας
Όταν θα’ρθείς
να με ξεθάψεις απ’τις στάχτες
και διώξεις από πάνω μου
όλη τη σκουριά
και ξαναβάλεις
τις ρόδες μου σε ράγες
και εγώ αχίσω να κυλάω ξανά
Τότε οι λύπες θα με ψάχνουν
και άνεργες θα θρηνούν
Θα πέφτουν μανιασμένες οι βροχές
και θα ρωτούν
Τι έγινε εκείνο το τρένο που έβλεπε
τα άλλα τρένα να περνούν
Κι άλλο ένα, γιατί ο Αγγελάκας είναι πρώτα ποιητής και μετά τραγουδιστής για μένα, και για τον πέμπτο στίχο..
Εδώ - Γ. Αγγελάκας
Εδώ δεν πιάνουν οι κατάρες δεν πιάνουν οι ευχές
εδώ το τώρα ζητιανεύει λίγη πίκρα απ' το χτες
εδώ οι άγγελοι δεν κλαίνε ούτε γλύφουν πληγές
εδώ η θλίψη δεν κερδίζει ποτέ
Εδώ οι μέρες ταξιδεύουν σαν χελώνες νεκρές
κι εγώ τρικλίζοντας τις ακολουθώ
εδώ οι σκέψεις ζωντανεύουν ναυάγια πυρκαγιές
καίγομαι ολόκληρος εδώ και ξανασβήνω εδώ
Εδώ οι νύχτες δεν διψάνε γι' άλλες άγριες γιορτές
μονάχα σκιάχτρα τραγουδάνε με καρδιές δανεικές
εδώ πεθαίνουν νυσταγμένοι οι τελευταίοι εραστές
εδώ η θλίψη δεν κερδίζει ποτέ
Τώρα ένα ποίημα-δικαίωση, το ποίημα που έγραψε η μάτα στην τετάρτη δημοτικού, κι ήταν τόσο καλό που η δασκάλα όχι μόνο δεν την πίστεψε αλλά και την κατηγόρησε για ψεύτρα. Δασκάλα, όπου και να 'σαι, το ποίημα αυτό ήταν της οκτάχρονης και στο αφιερώνουμε.. (είναι και επίκαιρο, όπου να 'ναι θα ανθίσουν οι αμυγδαλιές, αυτό κι αν είναι αισθητική παρέμβαση...)
Η αμυγδαλιά - Ματούλα Σ.
Μες το κρύο, μες το χιόνι, τον τρελλό βορριά
έβγαλε πολλά ανθάκια, η αμυγδαλιά
Κάτασπρη βαρκούλα μοιάζει, με λευκά πανιά
και γλυκά τραγούδια λένε τα μικρά πουλιά.
Κι αυτό, για όλα τα οχτάχρονα, που δεν θα βρουν δικαίωση στον κόσμο τούτο...
"Πρωινό άστρο" - Γ. Ρίτσος
Κλαις, κοριτσάκι; / Λείπει η μητέρα; / Μην κλαις / Η μητέρα που λείπει, / έχει βγει μια στιγμή στον ουρανό / να ποτίσει τα λουλουδάκια των άστρων. / Δυό μικρά αγγελούδια /τη συνάντησαν στο πιο δροσερό / μονοπάτι του Παραδείσου. / Τη ρώτησαν για σένα, κοριτσάκι, / βγάλαν δυο φτερά απ'τα φτερά τους / και στα στελνουν / να τα βάλεις στην καρδιά μας / και να γράψεις στο Θεό. / Γραψ'του: / "Καλέ Θεούλη / εμείς είμαστε καλά. / Κάνε, Καλέ Θεούλη / νάχουν όλα τα παιδάκια / ένα ποταμάκι γάλα / μπόλικα αστεράκια / μπόλικα τραγούδια. / Κάνε, Καλέ Θεούλη, / νάναι όλοι καλά / έτσι που κι εμείς /να μη ντρεπόμαστε για τη χαρά μας"