Μετά τη μεγαλειώδη τούμπα, πήγα το ποδήλατο για επισκευή. "Δε φτιάχνεται" ήταν η απροσδόκητη διάγνωση, "θα πάει στον παράδεισο των ποδηλάτων". Έκπληξη, δυσπιστία, θυμός, στενοχώρια, ήταν, διαδοχικά κι ανάμικτα, τα συναισθήματά μου για τον επικείμενο χωρισμό από τον καθημερινό σύντροφο των τελευταίων δέκα χρόνων. Παρήγειλλα τον διάδοχο. Με τον καιρό άρχισα να συνηθίζω την ιδέα και να νιώθω κάποια αδημονία, κάποιον ενθουσιασμό για το καινούριο. Να αναρωτιέμαι πώς θα είναι, να προσπαθώ να το φανταστώ. Στο τέλος δεν κρατιόμουν. Την ημέρα παραλλαβής η ανυπομονησία μου είχε κορυφωθεί. Περιμένοντας στο εργαστήρι, κοίταγα τα ποδήλατα γύρω και αναρωτιόμουν ποιο να είναι το δικό μου, απορρίπτοντας το ένα μετά το άλλο. Όταν τελικά μου έφεραν το δικό μου, φτου κι απ'την αρχή: έκπληξη, δυσπιστία, θυμός, στενοχώρια. Δεν μ' άρεσε. Το συνέκρινα με το προηγούμενο και μου φαίνονταν χειρότερο. Το πήρα. Πήγαμε μια βόλτα. Οκ, δεν πάει κι άσχημα. Τα λάστιχα είναι καλύτερα. Και τα πετάλια. Και τα φρένα σαφώς καλύτερα. Η σχάρα είναι η ίδια, από το παλιό ποδήλατο. Το τιμόνι αλλιώτικο αλλά ωραίο. Και το κουδουνάκι σαν αυτό που ζήλευα καιρό. Το χρώμα εκεί που το μωβ γίνεται μπλε είναι καλό, το άσπρο δε μ' αρέσει αλλά θα το βάψω. Καλά, κι έτσι να τ'αφήσω δε τρέχει τίποτα. Τελικά μοιάζει πολύ με το παλιό, και είναι και καλύτερο, και πιο ασφαλές. Γιατί δε το είδα από την αρχή; Γιατί τσίνισα έτσι; Για την αλλαγή; Για το καινούριο και διαφορετικό; Γιατί προτιμώ το γνώριμο, το οικείο από το να πάρω το ρίσκο για κάτι καλύτερο; Με πόσες άλλες λέξεις άραγε θα μπορούσα να αλλάξω τη λέξη "ποδήλατο" στην πιο πάνω ιστορία; Σπίτι; Δουλειά; Σύντροφο; Πόλη; Χώρα; Ρούχα; Μαλλιά; Συνήθειες; Εαυτό;
...τα γαϊδουράκια έχουν εκλείψει μαζί με τους μόνιμους κάτοικους, το φίδι ήταν πολύ γρήγορο, τα τσακάλια και η αλεπού πολύ νυκτόβιοι τύποι, αλλά η συνεισφορά τους στο ambience ανεκτίμητη!
Κοιτάω όλα αυτά τα κουτάκια εδώ από κάτω που καλούμαι να συμπληρώσω και σκέφτομαι: ταινίες, μουσική, βιβλία...Οι στάνταρ κατηγορίες στις οποίες κατατάσσουμε και κατατασσόμαστε, στις συγκεκριμένες σύγχρονες κοινωνίες τουλάχιστον, ακόμα κι όταν συναντάς κάποιον κατά πρόσωπο, όχι μόνο ηλεκτρονικώς, οι ίδιες ερωτήσεις. Σκέφτομαι ότι ο παππούς μου για παράδειγμα δε θα μπορούσε να συμπληρώσει κανένα από τα κουτάκια, δεν πήγε ποτέ σινεμά, δεν άκουγε, έτσι δεν άκουσε ποτέ μουσική, δεν ήξερε να διαβάζει κι έτσι δε διάβασε ποτέ κανένα βιβλίο. Ήταν όμως σοφός, γεμάτος αγάπη κι ένας από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Κρίθηκε, αξιολογήθηκε και αγαπήθηκε από τις πράξεις του, το χαμόγελό του, τα παιχνιδιάρικα μάτια του, την αγάπη του, όχι από τα ρούχα, τα σοφιστικέ βιβλία, τα μουράτα συγκροτήματα, τις κουλτουρέ ταινίες. Εύχομαι να το θυμάμαι και να το εφαρμόζω κάθε μέρα και με κάθε άνθρωπο που συναντάω, εδώ ή αλλού. Προς το παρόν, ας πουλήσω μούρη